Παχυσαρκία

Τι είναι

Η παχυσαρκία ορίζεται ως η περίσσεια του λιπώδους ιστού. Ο ακριβής ποσοτικός υπολογισμός του λίπους του σώματος απαιτεί εξειδικευμένες τεχνικές που δεν είναι πάντα διαθέσιμες στην κλινική πράξη.

Η περισσότερο ποσοτική εκτίμηση πραγματοποιείται υπολογίζοντας τον δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ). Ο ΔΜΣ υπολογίζεται διαιρώντας το μετρούμενο σωματικό βάρος σε κιλά δια το τετράγωνο του ύψους σε μέτρα. Οι φυσιολογικές τιμές του ΔΜΣ κυμαίνονται μεταξύ 18.5 – 24.9. Ως υπερβολικό βάρος ορίζεται ΔΜΣ: 25 – 29.9. Παχυσαρκία 1ου βαθμού αντιστοιχεί σε ΔΜΣ 30 – 34.9, Παχυσαρκία 2ου βαθμού αντιστοιχεί σε ΔΜΣ 35 – 39.9, και παχυσαρκία 3ου βαθμού (ακραία) αντιστοιχεί σε ΔΜΣ > 40.

Σημαντικοί είναι και άλλοι παράγοντες εκτός από το ολικό βάρος. Η παχυσαρκία του ανώτερου τμήματος του σώματος (υπερβολικό βάρος γύρω από τη μέση και τον κορμό) αποτελεί μεγαλύτερο κίνδυνο για την υγεία από την παχυσαρκία του κατώτερου τμήματος του σώματος (λίπος στους γλουτούς και στους μηρούς). Οι παχύσαρκοι ασθενείς με αυξημένη περίμετρο στην κοιλιά ( > 102cm στους άνδρες και > 88cm στις γυναίκες) παρουσιάζουν μεγαλύτερο κίνδυνο για σακχαρώδη διαβήτη, εγκεφαλικό επεισόδιο, στεφανιαία νόσο, σε σχέση με παχύσαρκα άτομα με μικρότερες τιμές. Επιπλέον, η παχυσαρκία αποτελεί ένα από τα αίτια εμφάνισης ρογχοπάθειας (ροχαλητού), ή/και αποφρακτικής υπνικής άπνοιας, δηλαδή διακοπή της αναπνοής για περισσότερο από 10 δευτερόλεπτα στη διάρκεια του ύπνου με επακόλουθη αφύπνιση. Διαβάστε περισσότερα για την ρογχοπάθεια και την υπνική άπνοια εδώ.

Περαιτέρω διάκριση της εντόπισης του υπερβολικού λίπους δείχνει ότι το σπλαχνικό λίπος μέσα στην κοιλιακή κοιλότητα αποδεικνύεται περισσότερο επικίνδυνο για την υγεία από το υποδόριο λίπος που εντοπίζεται γύρω από την κοιλιακή χώρα. Στις επιπτώσεις της παχυσαρκίας στην υγεία περιλαμβάνονται: η υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2, η υπερλιπιδαιμία, η στεφανιαία νόσος κ.ά.


Αιτιολογία

Μέχρι πρόσφατα η παχυσαρκία θεωρούνταν άμεσο αποτέλεσμα του καθιστικού τρόπου ζωής σε συνδυασμό με την χρόνια κατανάλωση υπερβολικών θερμίδων. Παρ’όλο που αυτοί οι παράγοντες αποτελούν χωρίς αμφιβολία τη βασική αιτία ανάπτυξης της παχυσαρκίας, σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχουν πλέον ενδείξεις για ισχυρές γενετικές επιδράσεις που συμμετέχουν στην εμφάνιση παχυσαρκίας. Η εκδήλωση της παχυσαρκίας φαίνεται να οφείλεται στις γενετικές επιδράσεις σε ποσοστό 40 – 70%.

Ωστόσο η ταχεία αύξηση της παχυσαρκίας τις τελευταίες δεκαετίες υποδηλώνει ξεκάθαρα τον βασικό ρόλο που διαδραματίζουν οι παράγοντες του περιβάλλοντος στην ανάπτυξή της.


Αντιμετώπιση

Για την επιτυχία της θεραπείας σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν: η στενή σχέση ασθενούς – θεραπευτή, η διατήρηση της απώλειας βάρους, για την οποία απαιτούνται μακροπρόθεσμες αλλαγές στη διατροφική συμπεριφορά, η άσκηση και η κοινωνική υποστήριξη.

Υπάρχουν φάρμακα για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, ωστόσο υπάρχει και σημαντική αντιπαράθεση όσον αφορά στην κατάλληλη χρήση των φαρμάκων έναντι της παχυσαρκίας. Αρκετά φάρμακα που έχουν λάβει την έγκριση του Αμερικανικού Οργανισμού Τροφίμων και Φαρμάκων, παρουσιάζουν περιορισμένη μόνο αποτελεσματικότητα, όπως τα κατεχολαμινεργικά, ενώ η σιβουτραμίνη αποσύρθηκε λόγω αυξημένου κινδύνου εγκεφαλικών επεισοδίων και εμφραγμάτων του μυοκαρδίου. Η ορλιστάτη επιδρα στο γαστρεντερικό σύστημα μειώνοντας την απορρόφηση του λίπους. Μπορεί όμως να προκαλέσει διάρροια, αέρια, κράμπες και ίσως μειωμένη απορρόφηση των λιποδιαλυτών βιταμινών. Παρά το ότι η ορλιστάτη βελτίωσε κάποιες μεταβολικές παραμέτρους που σχετίζονται με την παχυσαρκία, ωστόσο δεν έχει παρατηρηθεί βοηθητικό αποτέλεσμα στα κλινικά αποτελέσματα που σχετίζονται με την παχυσαρκία.

Η βαριατρική χειρουργική θεραπεία αποτελεί την επικρατούσα θεραπευτική επιλογή για ασθενείς με σοβαρή παχυσαρκία. Η γαστρική παράκαμψη (Roux – en – Y) έχει αποτέλεσμα σημαντική απώλεια βάρους, όμως εμφανίζονται σημαντικές επιπλοκές στο 40% των ατόμων που υποβλήθηκαν στην επέμβαση αυτή. Η εφαρμογή γαστρικού δακτυλίου αυξάνεται ως εναλλακτική επέμβαση και, ενώ έχει ως αποτέλεσμα μικρότερη απώλεια βάρους, έχει λιγότερες βραχυπρόθεσμες επιπλοκές.